- Βάκχης
- ΒάκχηBacchantefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάκχης — Βάκχη Bacchante fem gen sg (attic epic ionic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres ind act 2nd sg Βακχάω to be in Bacchic frenzy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινάς — οἰνάς, άδος, ἡ (ΑΜ) είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών αρχ. 1. η άμπελος, το κλήμα 2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.) 3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί,… … Dictionary of Greek